- έναιμος
- -η, -ο(ν) (AM ἔναιμος, -ον)αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.)αρχ.1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα τὰ πράγματα», Αριστοτ.)4. φρ. α) «ἔναιμα ζῶα» — αυτά που έχουν κόκκινο αίμα, τα σπονδυλωτάβ) «ἔναιμον φάρμακον» — φαρμακευτικές ουσίες χρήσιμες για το σταμάτημα τού αίματος πρόσφατων τραυμάτων5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔναιμαα) θύματα, σφάγια για θυσίαβ) μόρια αίματος.επίρρ...ἐναίμωςμε αίμα.
Dictionary of Greek. 2013.